διαφθορά

διαφθορά
διαφθορά , ᾶς, ἡ (s. διαφθείρω; Aeschyl., Hdt. et al.; LXX, TestGad 8:2; JosAs 7:6; Philo; Jos., C. Ap. 2, 259; Just., D. 134, 2 and Tat. 1:4 in moral sense) the condition or state of rotting or decaying, destruction, corruption of the body ἰδεῖν δ. (εἶδον 4) Ac 2:27, 31; 13:35ff (all Ps 15:10; s. JRegula, PM 15, 1911, 230–33; RMurphy, Šaḥat in the Qumran Lit., Biblica 39, ’58, 61–66); ὑποστρέφειν εἰς δ. return to decay (i.e. prob. the realm of the dead) vs. 34 (cp. ἐλθεῖν εἰς δ. Job 33:28; καταβαίνειν εἰς δ. Ps 29:10).—DELG s.v. φθείρω. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαφθορά — διαφθορά̱ , διαφθορά destruction fem nom/voc/acc dual διαφθορά̱ , διαφθορά destruction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορᾷ — διαφθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορά — η 1. ο ανήθικος τρόπος ζωής, η ηθική κατάπτωση: Ζει μέσα στη διαφθορά. 2. εξαγορά, δωροδοκία: Η διαφθορά δημόσιων λειτουργών είναι το χειρότερο δείγμα ξεπεσμού των δημόσιων ηθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • διαφθορᾶι — διαφθορᾷ , διαφθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοράν — διαφθορά̱ν , διαφθορά destruction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοράς — διαφθορά̱ς , διαφθορά destruction fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοραῖς — διαφθορά destruction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοραί — διαφθορά destruction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορᾶς — διαφθορά destruction fem gen sg (attic doric aeolic) διαφθορεύς corrupter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορῆς — διαφθορά destruction fem gen sg (epic ionic) διαφθορέω pres ind act 2nd sg (doric) διαφθορεύς corrupter masc nom pl διαφθορεύς corrupter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”